σατυρίσκος

σατυρίσκος
ὁ, Α [Σάτυρος]
1. (υποκορ. τ.) μικρός Σάτυρος, Σατυρίδιον*
2. το φυτό σατύριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Σατυρίσκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σατυρίσκε — Σατυρίσκος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σατυρίσκοις — Σατυρίσκος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σατυρίσκον — Σατυρίσκος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σατυρίσκους — Σατυρίσκος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σατυρίσκων — Σατυρίσκος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”